στόλος

στόλος
Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων μιας χώρας (π.χ. 6ος στόλος, σ. της Μεσογείου, σ. του Ατλαντικού). Ένας σύγχρονος σ. περιλαμβάνει τις επόμενες κατηγορίες δυνάμεων: τις «δυνάμεις μάχης», που αποτελούνται από αεροπλανοφόρα, καταδρομικά, αντιτορπιλλικά και υποβρύχια. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις «βοηθητικές δυνάμεις» που είναι προορισμένες για τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, για την πόντιση ή περισυλλογή ναρκών, για την προστασία των μεταγωγικών για τις αποβατικές επιχειρήσεις και αποτελούνται κατά κανόνα από αντιτορπιλλικά συνοδείας, φρεγάτες, κορβέτες, ναρκαλιευτικά, τορπιλλακάτους και σκάφη απόβασης. Η τρίτη κατηγορία αποτελείται από τις «επικουρικές δυνάμεις», που έχουν καθήκοντα επιμελητείας και περιλαμβάνουν κυρίως πετρελαιοφόρα, υδροφόρους, πλοία-νοσοκομεία, πλοία-συνεργεία και πλοία υποστήριξης υποβρυχίων και τορπιλλακάτων. Τα θωρηκτά έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τους σύγχρονους σ., γιατί τα τεράστια ποσά που χρειάζονται για τη ναυπήγηση τους, δεν αντισταθμίζονται από την προσφορά τους. Στόλος ελληνικών πλοίων στη διάρκεια επιθεώρησής τους (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, ΝΜΑ
σύνολο πολεμικών πλοίων, ναυτική δύναμη, αρμάδα (α. «ο υδραίικος στόλος τού 1821» β. «ο ελληνικός στόλος» γ. «στόλος χιλιοναύτης», Αισχύλ.
δ. «νεών στόλος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «εμπορικός στόλος» — ομάδα εμπορικών ή επιβατηγών πλοίων ή το σύνολο τών πλοίων μιας εταιρείας ή μιας χώρας
αρχ.
1. προετοιμασία για πόλεμο, εκστρατεία στην ξηρά ή στη θάλασσα (α. «ἐλέγετο ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας», Ξεν.
β. «ὁ πρὸς Ἴλιον στόλος», Σοφ.
γ. «στόλον... οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες, ἀλλὰ κατ' ἤπειρον», Ηρόδ.)
2. ταξίδι, αποστολή (α. «τρίτον στόλον ἡ ναῡς... στέλλεται», Συνέσ.
β. «οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στόλος», Σοφ.)
3. σκοπός ταξιδιού ή αποστολής («τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος;», Σοφ.)
4. στρατιά, στρατός («ἑπτάλογχον στόλον», Σοφ.)
5. στολισμός, ιματισμός («πραθέντος τοῡ στόλου εἰς βασίλεια», επιγρ.)
6. ομάδα ή πλήθος ανθρώπων
7. έκφυμα, εξόγκωμα («στόλον μικρὸν ὀμφαλώδη», Αριστοτ.)
8. συντεχνία («στόλος σωληνοκεντῶν», επιγρ.)
9. το στέλεχος τής ουράς τών ζώων
10. έμβολο πλοίου που απολήγει στο ακροστόλιο («εὐθὺς δὲ ναῡς ἐν νηὶ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν», Αισχύλ.)
11. φρ. α) «στόλος παγκρατίου» — το παγκράτιο (Πίνδ.)
β) «στόλος λόγου» — διήγηση (Εμπ.)
γ) «θηλυγενής στόλος» — ομάδα γυναικών (Αισχύλ.)
δ) «πρόπας στόλος» — όλος ο λαός (Σοφ.)
ε) «δρυοπαγής στόλος» — πάσσαλος (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στολ- τού ρ. στέλλω (για τις σημ. τής λ. στόλος, βλ. λ. στέλλω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στόλος — equipment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλος — ο 1. σύνολο πολεμικών πλοίων: Απέπλευσε ο στόλος. 2. «εμπορικός στόλος», το σύνολο των εμπορικών πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόλοι — στόλος equipment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλοιν — στόλος equipment masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλοις — στόλος equipment masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλον — στόλος equipment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλου — στόλος equipment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλους — στόλος equipment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλων — στόλος equipment masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλῳ — στόλος equipment masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”